Skip to main content

ΜΕΛΕΤΕΣ


Από την τιμητική εκδήλωση στο σπίτι της Κοντέας στην Λάρνακα για τον Χαράλαμπο Δημοσθένους, 27-07-2017

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Αναφορά στη μουσική δραστηριότητα του Κύπριου διαλεκτικού ποιητή Χαράλαμπου Δημοσθένους ( 1917-2011) με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του.

Συμπληρώνονται φέτος εκατό χρόνια από τότε που είδε το πρώτο φως στη μεσαρίτικη γη ο Χαράλαμπος Δημοσθένους, εξέχων Κύπριος διαλεκτικός ποιητής, ιεροψάλτης, μουσικός, εκτελεστής και κατασκευαστής μουσικών οργάνων.

Με το ποιητικό έργο του Χ. Δ. έχουν ασχοληθεί μέχρι τώρα διάφοροι μελετητές μέσα από εκδόσεις, μελέτες, διαλέξεις κ.ά. Αποτίοντας φόρο τιμής στον Κοντεάτη ποιητή, και με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από τη γέννησή του, που συμβαίνει μέσα στο τρέχον έτος (2017), επιχειρούμε μια προσέγγιση στο μουσικό, πολύπλευρο μάλιστα, έργο του.

Ο Χ.Δ. ήρθε στον κόσμο την άνοιξη του 1917. Γονείς του ήταν ο Δημοσθένης Χατζηνικόλας από την Κοντέα και η Πηνελόπη από τη Βατυλή. Είχε δύο ακόμη αδέλφια, τοv Νίκο και τη Θεοδώρα. Αναντίρρητα, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια της παρούσας μελέτης, το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ο μικρός τότε Χαράλαμπος ήταν ευνοϊκό για την καλλιέργεια της ποίησης, της μουσικής και εν γένει της τέχνης.

Το 1930 ο Χ.Δ. τέλειωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του με καλό βαθμό. Ήταν, μάλιστα, η εποχή κατά την οποία είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται η κλίση του στη μουσική. Αρχικά κατέβηκε στη Λάρνακα για γυμνασιακές σπουδές, κάτι όμως στο οποίο δεν δόθηκε συνέχεια. Ο νεαρός Χαράλαμπος δυσαρεστήθηκε από το γεγονός ότι στο σπίτι που εξασφαλίστηκε η διαμονή του συγκεντρώθηκαν και αρκετοί άλλοι ένοικοι. Γι’ αυτό κι επέστρεψε στο χωριό του κι από τότε ξεκίνησε ουσιαστικά η πορεία του μέσα στα μονοπάτια του κόσμου της μουσικής.

Πρέπει παρενθετικά να σημειώσουμε και το εξής: η πορεία αυτή ίσως να ήταν κάπως διαφορετική, αν ήταν απούσα η μορφή του Αντρέα Ζαχαριάδη, αδελφού της μητέρας του Χαράλαμπου. Ο δάσκαλος και μετέπειτα λειτουργός στο Υπουργείο Παιδείας Αντρέας Ζαχαριάδης ήταν στην εποχή του μια αξιοπρόσεχτη φυσιογνωμία φιλόμουσου άντρα. Διέθετε οξεία αντρική φωνή και είχε έφεση στο τραγούδι, εκτελώντας πολλά και διαφόρων ειδών τραγούδια. Ήταν ακόμη γνώστης της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής και έψελνε στα διάφορα χωριά όπου εργαζόταν ως δάσκαλος. Ο δε Χαράλαμπος ήταν πολύ αγαπητός στον θείο του και δεχόταν την επιρροή του.

Στην ηλικία των δώδεκα χρόνων ξεκίνησε η θητεία του Χαράλαμπου κοντά στον ιεροψάλτη Γιάγκο Σουρουλλά στη Λύση, όπου και πήγαινε με το ποδήλατο που του αγόρασε ο πατέρας του. Τρία χρόνια αργότερα, και με σκοπό τον τελειότερο καταρτισμό, ο Χ.Δ. μαθήτευσε κοντά στον Σώζο Τομπόλη, επίσης από τη Λύση, ιεροψάλτη στον Ι.Ν. Παναγίας Φανερωμένης στη Λευκωσία.

Δάσκαλος του Χαράλαμπου στη μουσική υπήρξε ακόμη ο ομοχώριός του δάσκαλος και ποιητής Τεύκρος Ανθίας, που του δίδαξε την ευρωπαϊκή μουσική, όταν μετά τα γεγονότα του Οκτωβρίου του 1931 τέθηκε υπό περιορισμό στο χωριό τους. Επίσης ο Χ.Δ. δέχτηκε τα φώτα του εξέχοντος Λαρνακέα μουσικού Δημήτρη Τυρίμου, όταν ο τελευταίος δίδασκε στο Λύκειο Ελληνίδων Αμμοχώστου, όπως και της Μαίρης Σμετοπούλου - Τσίτσαρου, που δίδασκε επίσης στο Λύκειο Ελληνίδων.

Εξετάζοντας την πορεία του Χ.Δ. ως ιεροψάλτη, σημειώνουμε πως μετά τη συμπλήρωση ενός έτους μαθητείας κοντά στον Τομπόλη, επέστρεψε στο χωριό του και έχοντας τον κατάλληλο μουσικό οπλισμό, ανέλαβε θέση αριστερού ψάλτη στην εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους της Κοντέας. Κατόπιν διορίστηκε ιεροψάλτης στον Αγ. Γεώργιο Εξορινό της Αμμοχώστου, θέση στην οποία υπηρέτησε για έναν χρόνο.

Επέστρεψε και πάλι στην Κοντέα για έναν ακόμη χρόνο και στη συνέχεια, το 1937, μετέβη στην Καρπασία, όπου μετά από δοκιμασία διορίστηκε δεξιός ψάλτης στο μοναστήρι του Απ. Αντρέα. Ο δεσμός του όμως με τη γενέθλια γη υπαγόρευε για μια ακόμη φορά την επιστροφή, οριστική αυτή τη φορά, στην Κοντέα, κάτι που έγινε τον επόμενο χρόνο.

Ήταν η εποχή που Χ.Δ. άφησε το στίγμα του στα πολιτιστικά δρώμενα της κοινότητας. Εκτός από ιεροψάλτης, υπήρξε δάσκαλος πολλών νέων στην ψαλτική και διοργάνωσε χορωδία, η οποία έψελνε στην εκκλησία και λάμβανε επίσης μέρος σε εθνικές γιορτές και σε θεατρικές παραστάσεις. Παράλληλα, ο Χ.Δ. ασχολούνταν με τη γεωργία και την κηπουρική για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.

Κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σημειώνεται στη ζωή του Χαράλαμπου ο σημαντικός προσωπικός σταθμός, ο γάμος του με τη Χρυστάλλα Ξενή Ξενίδη, επίσης από την Κοντέα, το 1943. Το ζεύγος απέκτησε έξι γιους, από τους οποίους ο μικρότερος, ο Αντώνης, έπεσε μαχόμενος κατά την τουρκική εισβολή το 1974 και τάφηκε στον περίβολο του ναού του Απ. Λουκά στη Λάπηθο.

Την ίδια εποχή μπήκε στη ζωή του Χαράλαμπου ένα αγαπημένο μουσικό όργανο, το ακορντεόν. Ήταν τότε που ο αδελφός του, ο οποίος πολέμησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έφερε από την Ιταλία ένα ακορντεόν. Έμαθε μόνος του να παίζει το όργανο αυτό και στη συνέχεια το δίδαξε και στον Χαράλαμπο. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο Χαράλαμπος στην αυτοβιογραφία του, το συγκεκριμένο ακορντεόν έμεινε στην Κοντέα, βουβό από το καλοκαίρι του ’74.

Η σχέση του Χ.Δ. με τα διάφορα μουσικά όργανα επεκτάθηκε στο βιολί, στο οποίο έπαιζε κλασικές μελωδίες, στο μαντολίνο, στην ποιμενική φλογέρα (πιδκιαύλιν), όργανο του οποίου υπήρξε και κατασκευαστής. Ως εκτελεστής πιδκιαυλιού ο Χαράλαμπος έλαβε μέρος σε γιορτές και σε διαγωνισμούς παίρνοντας βραβεία.

Η μουσική δραστηριότητα του Χ.Δ. επεκτείνεται στη μελοποίηση στίχων τόσο του ιδίου όσο και άλλων λογοτεχνών όπως της Ρήνας Κατσελλή και του Στέλιου Μνάσωνος. Επίσης, όντας εμβριθής γνώστης της βυζαντινής μουσικής, αξιοποίησε γόνιμα ορισμένα αυτόμελα μέλη της. Τα αυτόμελα μέλη είναι παλιά τροπάρια, σύντομες μελωδίες των βυζαντινών χρόνων, οι οποίες μπορούν να λειτουργήσουν ως πρότυπα πολλών άλλων τροπαρίων, των προσομοίων. Έτσι, ο Χ.Δ. προσάρμοσε δικούς του στίχους πάνω σε αυτόμελα βυζαντινά μέλη και ειδικά στο αυτόμελο του β’ ήχου της βυζαντινής μουσικής «Γυναίκες ακουτίσθητε», που ψάλλεται στον Όρθρο της Κυριακής των Μυροφόρων. Στη βάση του εν λόγω αυτόμελου συνέθεσε μεταξύ άλλων τα ποιήματα «Εκείνην που αγάπησα», «Η διφθέρα», που είναι αφιερωμένο στη Ρήνα Κατσελλή, « Του παπά Στεφάνου», που είναι αφιερωμένο σε έναν ιερέα στην Αθήνα, και ένα άλλο ποίημα αφιερωμένο στον λόγιο αρχιμανδρίτη π. Λεόντιο Χατζηκώστα.

Με βάση το αυτόμελο του α’ ήχου «Πανεύφημοι μάρτυρες» συνέθεσε αφιερωματικό ποίημα στον π. Μακάριο Σταυροβουνιώτη και με βάση το αυτόμελο του β’ ήχου «Οίκος του Ευφραθά» συνέθεσε αφιερωματικό ποίημα στον Άρχοντα Πρωτοψάλτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου Θρασύβουλο Στανίτσα.

Η προσφυγιά οδήγησε τον Χ. Δ. στη Λάρνακα. Διέμενε σε ένα σπίτι πίσω από την Αμερικάνικη Ακαδημία και κοντά στο σημερινό οίκημα της ΠΕΟ. Στη Λάρνακα ο Χαράλαμπος σχετίστηκε με διάφορους ομότεχνούς του, όπως τον αείμνηστο δάσκαλο και ιεροψάλτη του Ι. Ν. Αγίου Λαζάρου Αντρέα Παύλου.

Πρόσφυγας στα Μαντριά της Πάφου, ο Χ.Δ. συνέχισε να υπηρετεί την εκκλησιαστική μουσική και την ποίηση. Γύρω στα ογδόντα του χρόνια σταμάτησε να ψέλνει ως διορισμένος ψάλτης. Έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών στις 17.02.2011, έχοντας καταξιωθεί ως μια καλλιτεχνική φυσιογνωμία του τόπου μας, η οποία πάντρεψε γόνιμα και δημιουργικά τις δυο αδελφές τέχνες, την ποίηση και τη μουσική.

ΤΕΛΟΣ
Η νεοελληνική εθνική μουσική σχολή: οι συνθήκες γένεσής της και οι πρωτεργάτες

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα κύριοι φορείς μουσικής εξέλιξης στην Ευρώπη ήταν η Ιταλία, η Γαλλία, η Αγγλία και οι γερμανόφωνες χώρες. Το ξύπνημα της εθνικής συνείδησης και η ανάδειξη της ελευθερίας ως υπέρτατου ιδανικού από τη Γαλλική Επανάσταση και στη συνέχεια το πνευματικό κίνημα του ρομαντισμού δημιούργησαν τις προϋποθέσεις γένεσης εθνικών μουσικών σχολών στην Ευρώπη. Σκοπός η αποτίναξη του ξενικού και η ανάδειξη του μουσικού παραδοσιακού υλικού της κάθε χώρας.

Η ρωσική μουσική σχολή με τον «πατριάρχη» της Γκλίνκα και την περίφημη «Ομάδα των πέντε», η τσέχικη με τους Σμέτανα και Ντβόρζακ, οι σκανδιναβικές σχολές με τους Γκριγκ στη Νορβηγία και Σιμπέλιους στη Φινλανδία και η Ισπανική με τον Αλμπένιθ, όπως και άλλες, θ’ αποτελέσουν παραδείγματα προς μίμηση για τους Έλληνες συνθέτες των αρχών του 1900 . Η έντονη πνευματική κίνηση της εποχής αυτής στην Ελλάδα, ο αγώνας για επικράτηση του δημοτικισμού, οι πνευματικές αναζητήσεις των Παλαμά και Σικελιανού και η «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου υπήρξαν αναμφίβολα συγκλίνουσες καταστάσεις για τη δημιουργία Νεοελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής.

Ποιο ήταν όμως το μουσικό υλικό πάνω στο οποίο στηρίχτηκαν οι Έλληνες συνθέτες για να συγκροτήσουν τη Νεοελληνική Εθνική Μουσική Σχολή;

Η μουσική πραγματικότητα της νεότερης Ελλάδας, από την απελευθέρωση και μετά, εντοπίζεται από τη μια στο δημοτικό τραγούδι και από την άλλη στο μονόφωνο με ισοκράτημα εκκλησιαστικό βυζαντινό μέλος. Στα δε Επτάνησα άνθησε η Επτανησιακή Μουσική Σχολή με πρωτεργάτες τους Μάντζαρο, Ξύνδα, Καρρέρη, σχολή που είχε ωστόσο εμφανείς τις ιταλικές επιδράσεις λόγω της γειτνίασης με την Ιταλία.

Το μονόφωνο δημοτικό και βυζαντινό μέλος ήταν μεν το βασικό μουσικό υλικό, οι συνθέτες όμως στράφηκαν στη μουσική της Δύσης, από την οποία υιοθέτησαν τις βασικές μορφολογικές και τεχνικές αρχές προς υλοποίηση του σκοπού τους. Έτσι η Εθνική Μουσική σχολή γεννήθηκε όταν το τροπικό δημοτικό και το βυζαντινό μέλος σμιλεύτηκαν με τη δυτικοευρωπαϊκή τεχνική σύνθεσης. Η σύζευξη αυτή αντικατοπτρίζεται στα λόγια του γενάρχη της Νεοελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής Μανώλη Καλομοίρη :« Κι αυτό πρέπει να είναι ο σκοπός κάθε αληθινά εθνικής μουσικής, να χτίσει το παλάτι που θα θρονιάσει η εθνική ψυχή. Τώρα, αν για το χτίσιμο του παλατιού του μεταχειρίστηκεν ο τεχνίτης και ξένο υλικό κοντά στο ντόπιο, δε βλάπτει. Φτάνει το παλάτι του να είναι θεμελιωμένο σε ρωμέικη γης, καμωμένο για να το πρωτοχαρούνε ρωμέικα μάτια, για να λογαριάζεται καθαροαίματο ρωμέικο».

Οι συνθέτες που δικαιωματικά πήραν τον τίτλο του πρωτεργάτη της Νεοελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής στην πρώτη και δεύτερη δεκαετία του 1900 ήταν οι Γεώργιος Λαμπελέτ, Διονύσιος Λαυράγκας, Μανώλης Καλομοίρης, Μάριος Βάρβογλης και Αιμίλιος Ριάδης. Ας σημειωθεί ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν περιορίστηκαν στη σύνθεση διαφόρων ειδών μουσικής, αλλά εργάστηκαν επίσης στη συλλογή, μελέτη και εναρμόνιση δημοτικών τραγουδιών, στη συγγραφή κειμένων και δοκιμίων προς υποστήριξη της ανάγκης συγκρότησης ελληνικής μουσικής σχολής, ανέπτυξαν τη μουσική εκπαίδευση, συνέβαλαν στη δημιουργία ελληνικής μελοδραματικής σκηνής κ.ά.

Πρώτος ο Γεώργιος Λαμπελέτ ( Κέρκυρα 1875 - Αθήνα 1945), ο οποίος στη μελέτη του «Η Εθνική μουσική» ( 1901),1 αναπτύσσει τις βάσεις στις οποίες πρέπει να στηριχτεί η Νεοελληνική Μουσική Σχολή και καλεί τους συνθέτες να αντικρίσουν το δημοτικό τραγούδι ως πηγή έμπνευσης. «Είναι αναμφισβήτητο», γράφει, «ότι η δημοτική μούσα, εις την ποίησιν και εις την μουσικήν μας, παρουσιάζει ολόκληρον την σύγχρονον ελληνικήν ψυχήν. Ό,τι εγέννησεν αυτή εις την ποιητικήν τέχνην μας με έναν Σολωμόν, Κρυστάλλην, Πορφύραν κ.άλ., το ίδιον πρέπει να κάμει και εις τους μουσουργούς μας».

Προτρέπει ακόμη τους Έλληνες συνθέτες να ασχοληθούν με τη συλλογή των δημοτικών τραγουδιών και καταλήγει με τις εξής φράσεις: «Το εθνικώτερον, δημιουργικώτερον, αληθινώτερον έργον, το οποίον θα κάμουν οι Έλληνες μουσουργοί είναι η καλλιέργεια της ελληνικής μελωδίας με την εφαρμογή της πολυφωνίας και η τεχνική ανάπτυξις της επί τη βάσει της αντιστίξεως και της φούγκας. Και αυτή θα είναι η αληθινή εθνική μουσική του μέλλοντος».

Το έργο του, όχι ογκώδες σε ποσότητα, χαραχτηρίζεται από τη χρήση δημοτικοφανών μελωδιών με απλή αρμονική επένδυση. Μεγάλη όμως υπήρξε η θεωρητική εργασία που μας άφησε με μελέτες όπως «Ο εθνικισμός εις την τέχνη και η ελληνική δημώδης μουσική» ( θεωρητικό σύγγραμμα στο περιοδικό Επιφυλλίδες, τ.1, τευχ. 11, Ιούνιος 1928), «Η νεοελληνική μουσική και η θεωρητική και αισθητική υπόστασίς της» (1942), «Η ελληνική δημώδης μουσική» (1933) κ.ά.

Ο άλλος Επτανήσιος πρωτεργάτης της Νεοελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής, ο Διονύσιος Λαυράγκας ( 1860-1941), αφήνει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στον τομέα του ελληνικού μελοδράματος. Ίδρυσε μαζί με τον Λουδοβίκο Σπινέλη το «Ελληνικό Μελόδραμα», με την πρώτη παράσταση να ανεβάζεται στα 1900.Ακολούθησε σειρά περιοδιών σ΄ όλη την Ελλάδα με ξένα και ελληνικά έργα.

Πρωτοπόρος και στη συμφωνική μουσική, ο Λαυράγκας συνέθεσε επίσης το πρώτο συμφωνικό έργο της Νεοελληνικής Εθνικής Σχολής, την «Πρώτη Σουίτα», βασισμένη σε ελληνικά δημοτικά μουσικά θέματα, που εκτελέστηκε στις 8-3-1904 στο Ωδείο Αθηνών. Η λέξη «Πρώτη» στον τίτλο δεν είναι τυχαία, αφού επιχειρεί να σηματοδοτήσει την έναρξη μιας πρωτοπορίας, μιας νέας εποχής. Επίσης, το άλλο γνωστό του έργο «Τα δυο αδέλφια» παίρνει τον τίτλο του πρώτου μελοδραματικού έργου ελληνικής δημιουργίας, έχοντας μοτίβα από το ελληνικό δημοτικό τραγούδι, μέτρα πέντε και επτά ογδόων και ελληνική θεματολογία. Βάση του το δημοτικό τραγούδι « Ήταν δυο αδέλφια καρδιακά και πολυαγαπημένα. Κι αγάπησεν ο δεύτερος του πρώτου τη γυναίκα» . Ανέβηκε στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών το 1900.

Στους προαναφερθέντες συνθέτες είναι εμφανείς οι ιταλικές επιδράσεις (προβολή του μελωδικού στοιχείου, έλλειψη στιβαρής συμφωνικής πλοκής), λιγότερο στον πρώτο και περισσότερο στον δεύτερο, κάτι που εξηγείται από την επτανησιακή τους καταγωγή. Τέτοιου είδους επιδράσεις σαφώς δεν χαραχτηρίζουν το έργο των τριών άλλων θεμελιωτών της Σχολής, Καλομοίρη, Βάρβογλη, Ριάδη.

Ο «γενάρχης» της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής Μανώλης Καλομοίρης (Σμύρνη 1883 - Αθήνα 1962) από μικρός δέχτηκε τη γόνιμη επίδραση του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού μέσα στο οικογενειακό του περιβάλλον. Γνώρισε σε νεαρή ηλικία στην Κωνσταντινούπολη, γύρω στο 1900, τους χαλκένετρους συλλέχτες δημοτικών τραγουδιών Γεώργιο Παχτίκο και Περικλή Αραβαντινό και στη συνέχεια σπούδασε στη Βιέννη, όπου και ήρθε σε άμεση επαφή με τη γερμανική συμφωνική παράδοση και με το βαγκνερικό δράμα. Η μετέπειτα διαμονή και εργασία του στο Χάρκοβο της Ουκρανίας επέτρεψε στον συνθέτη να έλθει σ’ άμεση επαφή με τη ρωσική εθνική μουσική σχολή. Τέλος, η προσχώρησή του στον δημοτικισμό και κατ’ επέκταση στις πρωτοπόρες πνευματικές δυνάμεις της εποχής ήρθε να βάλει με τη σειρά της τις πινελιές της στη διαμόρφωση της μουσικής του προσωπικότητας.

Η προσήλωση του Καλομοίρη στο πνεύμα των εθνικών σχολών φαίνεται και από τη βαθιά εισχώρηση του ποιητικού λόγου και της ποιητικής εικόνας στις συνθέσεις του, στοιχείο που χαραχτηρίζει σαφώς και τη συνθετική δημιουργία των διάφορων εθνικών συνθετών. Οι εθνικοί συνθέτες έδειξαν προτίμηση στις μουσικές μορφές με ποιητικό ή άλλο προγραμματικό περιεχόμενο. Αναφέρουμε ενδειχτικά τίτλους έργων του Καλομοίρη με σαφή αυτοπροσδιορισμό στους κόλπους της Νεοελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής, όπως «Ρωμέικη Σουίτα» (1907), «Τρεις ελληνικοί χοροί» ( έργο για ορχήστρα, 1934), «Η Συμφωνία της Λεβεντιάς» , στο τέταρτο μέρος της οποίας ενσωματώνεται ο γνωστός βυζαντινός ύμνος «Τη Υπερμάχω» τραγουδημένος από μειχτή χορωδία, ( 1920), «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» ( μουσική τραγωδία σε 3 πράξεις, 1961).

Ο σύγρονος του Καλομοίρη Μάριος Βάρβογλης ( Βρυξέλλες 1885- Αθήνα 1967) ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στο Παρίσι, όπου σπούδασε σύνθεση με τον Ντ’ Εντί. Αρθρογραφώντας στον «Νουμά» από το 1909, υποστήριζε με ζήλο τη δημιουργία Ελληνικής Μουσικής Σχολής. Το δημοτικό μοτίβο κατά τον Βάρβογλη, δεν έπρεπε να το μεταχειριστούν οι συνθέτες αφήνοντάς το αυτούσιο, αλλά να το πλατύνουν και να το ξετυλίξουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Ο Βάρβογλης μπόλιασε την ελληνική μουσική με το πνεύμα και την τεχνική της γαλλικής. Γνωστά έργα του είναι : «Ελληνικό καπρίτσιο για βιολοντσέλο και ορχήστρα» (1914), «Πρελούντιο και φούγκα πάνω σε βυζαντινό θέμα για εκκλησιαστικό όργανο» (1953), «Να ζη το Μεσολόγγι» (μουσική σκηνής,1933) κ.ά.

Ο τελευταίος της γενιάς Καλομοίρη, Αιμίλιος Ριάδης (Θεσσαλονίκη 1880 - 1935) μελέτησε πιάνο και θεωρητικά με τον Δημήτρη Λάλλα, μαθητή και φίλο του Βάγκνερ, και αργότερα σπούδασε στη Μουσική Ακαδημία του Μονάχου. Στο Παρίσι τελειοποίησε τις σπουδές του και γνωρίστηκε με άλλους εκπροσώπους ττης νεότερης γαλλικής σχολής, όπως τους Ραβέλ, Σαρπαντιέ και Ντεμπισσί. Η γνωριμία του αυτή είχε ως αποτέλεσμα την επίδραση της γαλλικής σχολής στη διαμόρφωση του συμφωνικού ύφους του συνθέτη. Ενδεικτικοί τίτλοι έργων του είναι οι εξής: «Ιερά Λειτουργία του Ιωάννου του Χρυσοστόμου» (για ανδρική και παιδική χορωδία ), «Ακολουθία της Μ. Παρασκευής» (για μιχτή χορωδία) κ.ά.

Τον δρόμο που χάραξαν οι πρωτεργάτες της Νεοελληνικής Εθνικής Σχολής θα ακολουθήσει μια σειρά συνθετών. Οι Δημήτρης Λεβίδης, Θεόδωρος Σπάθης, Γεώργιος Σκλάβος, Πέτρος Πετρίδης, και νεότεροι, όπως οι Αντίοχος Ευαγγελάτος, Θεόδωρος Καρυωτάκης, Γιάννης Κωνσταντινίδης, Σόλωνας Μιχαηλίδης κ.ά. άφησαν τη δική τους προσωπική σφραγίδα στη λόγια ελληνική μουσική δημιουργία.

1 Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παναθήναια, το Νοέμβριο του 1901. Μπορεί να χαραχτηριστεί ως το μανιφέστο ίδρυσης της Νεοελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.Καλομοίρη, Μανώλη: Η Ζωή μου και η Τέχνη μου, Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1988
2.Μιχαηλίδη, Σόλωνα: Η Νεοελληνική μουσική, Λευκωσία, 1952
3. Nef, Karl : Ιστορία της Μουσικής (μτφρ. – προσθήκη – επιμέλεια Φ.Ανωγειανάκη), Αθήνα, εκδ. Βότση, 1985
4.Συμεωνίδου, Αλέκας: Λεξικό Ελλήνων Συνθετών, Βιογραφικό και εργογραφικό, Αθήνα, εκδ. Φ. Νάκα, 1995
H ρομαντική εποχή στη μουσική

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Στην ιστορία της μουσικής ως ρομαντική εποχή θεωρείται ο 19ος αιώνας. Πιο συγκεκριμένα, ο μουσικός ρομαντισμός ανήκει στο ευρύτερο πνευματικό ρομαντικό κίνημα, το οποίο εμφανίστηκε στη Γερμανία κατά τα τέλη του 18ου αιώνα και διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο ρομαντισμός αποτελεί τη διάδοχη εποχή της κλασικής και διαμορφώθηκε μέσα στις πολιτικές εξελίξεις που σημάδεψαν τη λήξη του 18ου αιώνα με κυρίαρχη τη Γαλλική Επανάσταση.

Στην ιδεολογία του ρομαντισμού κυρίαρχα στοιχεία είναι η ελευθερία του ανθρώπου, η εσωτερική αναζήτηση, η σχέση του με τη φύση, το θείο και τους άλλους ανθρώπους και η απελευθέρωση των συναισθημάτων, η οποία ανατρέπει την έως τότε ισορροπία μεταξύ της λογικής και του συναισθήματος. Η μουσική παύει να έχει «υπηρετική» λειτουργία, ως μέσο εξυπηρέτησης τελετών και γιορτών και γίνεται πνευματικό μήνυμα με σκοπό να μεταδοθεί στον ακροατή 1. Κοντά στα πιο πάνω, το ξύπνημα της εθνικής συνείδησης και η στροφή προς τις πνευματικές ρίζες θα οδηγήσουν, στα τέλη του 18ου αι., στη δημιουργία των Εθνικών Μουσικών Σχολών στην Ευρώπη.

Ήδη στο έργο του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827), που θεωρείται ως ο τελευταίος των μεγάλων κλασικών συνθετών, όντας στο μεταίχμιο μεταξύ της κλασικής και της ρομαντικής εποχής, συναντώνται στοιχεία της ρομαντικής εποχής. To έργο του Μπετόβεν ενώ ως προς τη μορφή του διατηρεί τις κλασικές μορφές, ως προς το περιεχόμενό του ενσωματώνει στοιχεία όπως οι αντιθέσεις, το συναισθηματικό φορτίο, η υπερβατική έκφραση κ.ά. Ακόμη, αναδεικνύεται μια νέα σχέση μεταξύ μουσικής και ποίησης με ορόσημο την Ένατη Συμφωνία του συνθέτη.

Η ρομαντική εποχή διακρίνεται σε τρεις φάσεις. Την πρώιμη ρομαντική (1800-1830), με κέντρο εξελίξεων τη Βιέννη, την περίοδο ακμής (1830-1850), με κέντρο εξελίξεων το Παρίσι και την όψιμη (1850-1890). Κατά την τελευταία ακμάζει ένα νέο είδος, το συμφωνικό ποίημα, με κύριο εκπρόσωπο τον Φραντς Λιστ, για το οποίο θα γίνει αναφορά σε άλλο σημείο της παρούσας μελέτης.Ακόμη αναπτύσσεται το μουσικό δράμα του Βάγκνερ, μείγμα ποίησης, μουσικής, θεάματος και χορού, και κορυφώνεται η μουσική δημιουργία του Μπραμς.

Όσον αφορά τα τεχνικά χαρακτηριστικά, στις μουσικές συνθέσεις παρατηρείται απομάκρυνση από την αυστηρή προσήλωση στις καθορισμένες μορφές και ανάδειξη του λυρισμού. Γίνεται εκτεταμένη χρήση διαφωνιών, αλλοιωμένων συγχορδιών, μετατροπιών σε διάφορες τονικότητες και πλούσιας ενορχήστρωσης. Σχετικά με το τελευταίο, οι ρομαντικοί συνθέτες δίνουν σε όλα τα όργανα της ορχήστρας τη δυνατότητα ανάδειξής τους μέσα από την έκφραση ιδεών και συναισθημάτων, ενώ οι παρτιτούρες των ρομαντικών συνθετών είναι πλήρεις οδηγιών και σημειώσεων.

Κατά τη ρομαντική εποχή αναπτύσσεται η προγραμματική μουσική, δηλαδή η μουσική που σε αντιδιαστολή με την «απόλυτη» μουσική είναι εμπνευσμένη από κάτι εξωτερικό, όπως κάποιο ζωγραφικό πίνακα, έργο τέχνης, ιδέα παρμένη από λογοτεχνικό έργο, μύθο κ.ά. Καινοτόμο δημιούργημα κατά την εποχή του ρομαντισμού είναι το συμφωνικό ποίημα 2. Με πρόδρομο τον Εκτόρ Μπερλιόζ (1803-1869) και συνεχιστή τον Λίστ (1811-1886 ) έχει ελεύθερη μορφή. Αποτελείται συνήθως από μια κίνηση, δηλ. ένα μέρος, και το θέμα του είναι παρμένο από λογοτεχνικό έργο, πίνακα κ.ά. Ορισμένες φορές οι συνθέτες δίνουν και μια περίληψη της υπόθεσης, για να διευκολύνουν τον ακροατή στο τι θα ακολουθήσει.

Ελεύθερες 3 και σύντομες μορφές, που ονομάζονται και «κομμάτια χαρακτήρα» και που καλλιεργήθηκαν κατά τη ρομαντική εποχή είναι μεταξύ άλλων οι εμπροπτύ 4, οι μπαλάντες, τα νυχτερινά, οι αραμπέσκ, οι ρομάντζες,τα τραγούδια δίχως λόγια, τα καπρίτσια,οι φαντασίες και τα πιανιστικά πρελούδια με κύριο εκφραστή τον Σοπέν.

Συν τοις άλλοις το φαινόμενο της δεξιοτεχνίας, σαν αίσθηση υπέρβασης στην εκτέλεση κομματιών από ένα σολιστικό όργανο, απέκτησε νέες διαστάσεις, με κορυφαίους τους Νικολό Παγκανίνι στο βιολί και Φραντς Λίστ στο πιάνο.Ο τελευταίος εγκαινίασε έναν νέο τύπο συναυλίας, το σόλο ρεσιτάλ. Ας σημειωθεί πως μέχρι τότε οι σολίστες συμμετείχαν σε συναυλίες με πολλούς εκτελεστές κι ακόμη με ορχήστρα.

Εν κατακλείδι ας αναφέρουμε τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ρομαντισμού στη μουσική: Φρεντερίκ Σοπέν,Ρόμπερτ Σούμαν, Φραντς Σούμπερτ,Φραντς Λιστ, Ρίχαρντ Βάγκνερ, Καρλ Μαρία φον Βέμπερ, Γιοχάνες Μπραμς, Φέλιξ Μέντελσον, Γκουστάβ Μάλερ (ύστερη ρομαντική εποχή κ.ά.)

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Βεντίτι, Ροντόλφο: Μικρός οδηγός στη μεγάλη μουσική,Βιβάλντι, Μπαχ, Χαίντελ, Χάυντν, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Αθήνα, εκδ.Στάχυ,1994,τ.,Α’, μτφρ.Καίτη Μάρακα,σ.200
2. Στην αγγλική γλώσσα εκτός από τον όρο ΄Symphonic Poem’ χρησιμοποιείται και ο όρος ‘Tone poem’για το εν λόγω είδος.
3. Η έννοια «ελεύθερος» είναι σχετική. Απόλυτα ελεύθερη μορφή σύνθεσης δεν υπάρχει. Οι ελεύθερες συνθέσεις δεν ακολουθούν τις καθιερωμένες μορφές, έχουν όμως δική τους δομή.
4. Εμπροπτύ ( Ιmpromptu): όνομα που χρησιμοποίησαν διάφοροι συνθέτες για να χαρακτηρίσουν σύντομες αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα συνθέσεις.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.Βεντίτι, Ροντόλφο: Μικρός οδηγός στη μεγάλη μουσική Βιβάλντι, Μπαχ, Χαίντελ, Χάυντ, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Αθήνα, εκδ. Στάχυ,1994, μτφρ.Καίτη Μάρακα
2.Brendel, Alfred: Μουσικοί Στοχασμοί και Αναστοχασμοί, εκδ.Νεφέλη, Αθήνα 1998, μτφρ.Χαράς Ιακωβίδου
3.Δημητριάδου, Μαρίας: Παραδόσεις Ιστορίας Μουσικής, Β’τεύχος (σε μορφή σημειώσεων), Θεσσαλονίκη, 1997
4.Θέμελη, Δημήτρη: Μορφολογία και Ανάλυση, εισαγωγή, εκδ.University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1994
5. λήμμα: "εμπροπτύ" στην Εγκυκλοπαίδεια Παγκόσμιας Μουσικής, εκδ.Αλκυών, Αθήνα, 1993,τ.2
6.λήμμα: "ρομαντισμός" στην Εγκυκλοπαίδεια Παγκόσμιας Μουσικής, εκδ.Αλκυών,Αθήνα, 1993,τ.6
Γυναικεία πιανιστική παρουσία στην παλιά Λάρνακα

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Το 1844 ιδρύθηκε στη Λάρνακα έπειτα από ενέργειες του Γάλλου γιατρού Αββά Πάολο Μπρουνόνι η Σχολή Καλογραιών Άγιος Ιωσήφ. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και λόγω του ότι η σχολή υπήρξε εξ αρχής φορέας καλλιέργειας και διάδοσης του ευρωπαϊκού πολιτισμού, εγκαταστάθηκε σ’ αυτήν και μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το πρώτο πιάνο που είχε ποτέ η πόλη μας. Από τον επόμενο χρόνο, το 1845, ξεκίνησε και η διδασκαλία του οργάνου σε όσες από τις μαθήτριες της σχολής το επιθυμούσαν. Τα μαθήματα παρέδιδαν φυσικά οι Γαλλίδες καλόγριες-δασκάλες.

Η διδασκαλία του οργάνου στη σχολή γνώρισε άνθηση, κάτι που διάρκεσε για πολλές δεκαετίες. Τα μαθήματα παρέδιδαν στη συνέχεια Κυπρίες δασκάλες, για ορισμένες από τις οποίες θα γίνει αναφορά στη συνέχεια.

Δεδομένου ότι η Λάρνακα υπήρξε η κατεξοχήν πόλη των προξενείων στον τόπο μας, πιάνα μπορούσε να συναντήσει κανείς και σε σπίτια ευρωπαίων προξένων, όπως και σε σπίτια άλλων ευκατάστατων πολιτών. Εκεί, σε τακτά χρονικά διαστήματα διοργανώνονταν μουσικοφιλολογικές εσπερίδες, κατά τις οποίες διάφορες κυρίες ή δεσποινίδες τραγουδούσαν, απάγγελλαν ή έπαιζαν στο «κλειδοκύμβαλο».

Αναφορικά με τον τομέα της οργανωμένης και συστηματικής παροχής μουσικής εκπαίδευσης, παρατηρούμε τα εξής: μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’20, τη μουσική δίδασκαν διάφοροι - πολλές φορές αυτοδίδακτοι και με πρακτική εμπειρία- εκτελεστές οργάνων,οι οποίοι παρέδιδαν ιδιωτικά μαθήματα την πόλη μας. Δυο όμως προοδευτικοί Λαρνακείς της εποχής, ο δημοσιογράφος Οδυσσέας Ευρυβιάδης και ο δάσκαλος Μιχαλάκης Μίτας, διαισθανόμενοι την ανάγκη δημιουργίας της πρώτης στη Λάρνακα σχολής μουσικής, μετακάλεσαν από τη Λευκωσία, κατά το 1929, την πιανίστρια Ελένη Αθανασιάδου - Μαξούτη (μητέρα του πιανίστα Εύη Μαξούτη), με σκοπό να αναλάβει τη διεύθυνση της σχολής.

Η Ελένη Μαξούτη (1901-1982), αφού σπούδασε στην Αθήνα και στη Βιέννη, το 1927 επέστρεψε στην Κύπρο και λίγο αργότερα ανέλαβε διδασκαλία στο Κυβερνητικό Ωδείο Κύπρου, που είχε ιδρύσει ο Άγγλος κυβερνήτης Στορς. Το 1929, αφού ίδρυσε παράρτημα του Ελληνικού Ωδείου Αθηνών στη Λευκωσία, ξεκίνησε και τη λειτουργία αντίστοιχου παραρτήματος στη Λάρνακα. Το ωδείο στεγάστηκε σε ένα σπίτι στα Πλακωτά (περιοχή πίσω από Μουσείο Πιερίδη) και σ΄ αυτό, εκτός από τα μαθήματα πιάνου που δίδασκε η Μαξούτη, ο Αντρέας Σεργίδης δίδασκε βιολί. Ο μικρός όμως αριθμός των μαθητών που φοίτησαν στη σχολή, ήταν η αιτία τερματισμού της λειτουργίας της μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Η Νίκη Αδάμου- Τζέτζα ( 1913-2003), με σπουδές πιάνου και απαγγελίας στην Αθήνα, το 1951 ίδρυσε στην πόλη μας παράρτημα του Εθνικού Ωδείου Αθηνών. Αρχικά αυτό στεγάστηκε σ’ ένα σπίτι στη σημερινή οδό Χριστόδουλου Ιακωβίδη, παρά το Γυμνάσιο Δροσιάς, και αργότερα μεταφέρθηκε στην περιοχή της Σχολής Καλογραιών. Αξιομνημόνευτο είναι το ότι κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του, στο εν λόγω ωδείο διενεργούσε εξετάσεις ο συνθέτης Μανώλης Καλομοίρης, ιδρυτής του Εθνικού Ωδείου Αθηνών και πατέρας της Νεοελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής.

Η Ελέγκω Λαδά- Λοΐζου ( 1914-1997), έχοντας μαθητεύσει στα παραρτήματα του Ελληνικού Ωδείου Αθηνών της Ελένης Μαξούτη στη Λάρνακα και στη Λευκωσία, αναδείκτηκε σε αξιόλογη πιανίστρια. Έζησε στην Αγγλία, απ’ όπου επέστρεψε το 1959.Κατά τα έτη 1960-62 εργάστηκε ως δασκάλα πιάνου στη Σχολή Καλογραιών Άγιος Ιωσήφ Λάρνακας.Το 1962 ίδρυσε ωδείο με την ονομασία «Ελληνικό Ωδείο» στην οδό Φειδίου πίσω από την Αμερικάνικη Ακαδημία Λάρνακας. Εκεί δίδασκε η ίδια πιάνο, ακορντεόν και θεωρία, το σύστημα ωστόσο που ακολουθούσε ήταν το αγγλικό σύστημα εξετάσεων των Royal Schools of Music. H λειτουργία του ωδείου τερματίστηκε το 1973. Αξίζει να σημειωθεί πως ο σύζυγός της, ο Αντώνης Λοΐζου, υπήρξε ο πρώτος εισαγωγέας πιάνων Yamaha στην Κύπρο.

Από την οικογένεια Κυριαζή, πιανίστριες υπήρξαν τόσο η Μαρία Τσέπη- Κυριαζή (1872-1952), σύζυγος του γιατρού και μελετητή Νεοκλή Κυριαζή, της οποίας μέχρι σήμερα διασώζονται τα βιβλία και τα πεντάγραμμα, όσο και η κόρη της, η Μαρίτσα Νεοκλή Κυριαζή, οι οποίες δίδασκαν πιάνο στη Σχολή Καλογραιών.

Ξεχώρισε επίσης η Δέσποινα Τόμας, η Βιρτζινί Γενοβκιάν, κόρη του βιολιστή Βαχράν Γενοβκιάν και η Βιβίκα Κάρμελλου ως πιανίστριες που συνόδευαν συγκροτήματα από τη δεκαετία του ’40 και μετά. Η Μπέλλα, αδελφή της Βιρτζινί, συμμετείχε επίσης ως πιανίστρια σε οικογενειακές συναυλίες, με τον πατέρα και τα αδέλφια της.

Η Ιέρα Μονή Αγίου Γεωργίου Κοντού Λάρνακας και η συμβολή της στην καλλιέργεια της ψαλτικής τέχνης και της βυζαντινής μουσικής

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Ανάμεσα στα θρησκευτικά μνημεία της Λάρνακας εξέχουσα θέση έχει η Ιέρα Μονή Αγίου Γεωργίου Κοντού. Βρίσκεται έξω από την πόλη, στον δρόμο που οδηγεί στη Λευκωσία και η θέση της στο χάρτη είναι τέτοια, ώστε να μοιράζει στα δύο την απόσταση των τεσσάρων περίπου αγγλικών μιλίων, όπως αυτή καταγράφεται στις παλαιότερες αναφορές, ανάμεσα στην παλιά Λάρνακα και στην Αραδίππου. Ο Άγιος Γεώργιος ο Κοντός λειτούργησε ως μοναστήρι κατά το παρελθόν, ενώ σήμερα απλώς φέρει την ονομασία «μονή».

Η ιστορία της μονής χάνεται μέσα στους περασμένους αιώνες, αν ληφθεί υπόψιν πως έχει χαθεί ένας σημαντικός κώδικας του 1779, ο οποίος πιθανόν να μας διαφώτιζε για την ιστορία της ίδρυσής της. Εν πάση περιπτώσει, από τα μέσα του 19ου αιώνα υπάρχουν πληροφορίες για μορφές ιερομονάχων και κληρικών, οι οποίοι άφησαν τη σφραγίδα τους στην ιστορία του μοναστηριού. Γι’ αυτό, μνημονεύουμε τον ιερομόναχο Άνθιμο (αρχές του 19ου αιώνα) και τον εκ Λευκάρων Χατζηοικονόμο Μελέτιο (μέσα του 19ου αι.), σπουδαίο διαχειριστή και ανακαινιστή της μονής. Επίσης περιώνυμοι λαϊκοί άντρες συνέδεσαν το όνομά τους με τη μονή όπως οι μεγάλοι ευεργέτες Δημοσθένης Χ. Μιτζής και Κωνσταντίνος Καλογεράς και ο γιατρός, δήμαρχος Λάρνακας, συγγραφέας και πολιτευτής Φίλιος Ζαννέτος.

Παρόλο που ίσως δεν δόθηκε μεγάλη προσοχή στη μονή ως κέντρο άνθησης των γραμμάτων, της τέχνης και εν γένει του πολιτισμού, η σύνδεσή της με εξέχουσες φυσιογνωμίες του πολιτισμού και η λειτουργία εντός της του Ιεροδιδασκαλείου τη δικαιώνουν ως τέτοιο κέντρο. Συν τοις άλλοις αξιοσημείωτη υπήρξε η συμβολή της κατά τα μετέπειτα χρόνια σε διάφορες πτυχές του κοινωνικού βίου της πόλης. Διεκδικούν, γι’ αυτόν τον λόγο, ένα κομμάτι της ιστορίας της Λάρνακας οι πανηγύρεις που λάμβαναν χώρα στις 23 Απριλίου, όπως και στις 3 Νοεμβρίου, όταν γιόρταζε ο Άγιος Γεώργιος του Σπόρου. Σύμφωνα με τις αναφορές των παλαιότερων, βούιζε ο τόπος γύρω από τη μονή από τον κόσμο, τους πωλητές οπωρικών, τους χρυσοχόους, τους υφασματέμπορες και τους πωλητές ζώων.

Μπορεί με την έναρξη της Αγγλοκρατίας, το 1878, να εγκαινιάστηκε η πρώτη ουσιαστική και σε συλλογικό επίπεδο επαφή των Κυπρίων με την ευρωπαϊκή μουσική.Η επαφή ωστόσο αυτή δεν στάθηκε ικανή να τους αποκόψει από το δημοτικό και το βυζαντινό μέλος, τα οποία συνέχισαν να παραμένουν τομείς ενασχόλησης πολλών Κυπρίων μουσικών και φιλόμουσων. Κάτι τέτοιο μαρτυρεί και η ιστορία της μονής στα χρόνια που ακολούθησαν.

Τα κελιά που είναι κτισμένα στην μπροστινή της μεριά στέγαζαν κάποτε τους μαθητές του Ιεροδιδασκαλείου. Το Ιεροδιδασκαλείο ιδρύθηκε το 1910 με πρωτοβουλία του τότε Μητροπολίτη Κιτίου Μελέτιου Μεταξάκη, παίρνοντας αρχικά την ονομασία «Ιεροδιδασκαλείο Αγίου Γεωργίου». Με σκοπό τη «διά πενταετούς επαρκούς διδασκαλίας ιερών, παιδαγωγικών, εγκυκλοπαιδικών και τεχνικών μαθημάτων καταρτισμού δασκάλων και ιερέων» το Ιεροδιδασκαλείο καταξιώθηκε κατά την εποχή λειτουργίας του ως πνευματικό φυτώριο. Ανάμεσα στα διάφορα παρεχόμενα μαθήματα (γλώσσα, μαθηματικά, θρησκευτικά κ.ά.) ήταν κι αυτό της βυζαντινής μουσικής, απαραίτητο εφόδιο για τους μελλοντικούς ιερείς και δασκάλους. Το μάθημα διαιρούνταν σε θεωρητικό και σε πρακτικό μέρος, κάτι που γίνεται και σήμερα σε προγράμματα διδασκαλίας της βυζαντινής μουσικής. Το πρώτο περιλάμβανε την ιστορία και τη θεωρία της μουσικής και το δεύτερο τη μουσική πράξη.

Η ψαλτική τέχνη καλλιεργήθηκε στον Άγιο Γεώργιο τον Κοντό από σειρά ιεροψαλτών, οι οποίοι αποτέλεσαν το μουσικό προσωπικό της μονής. Μεταξύ αυτών και ορισμένα σπουδαία ονόματα της εκκλησιαστικής και παραδοσιακής μας μουσικής. Μνημονεύουμε τον Σώζο Τομπόλη,ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα το 1933. Ο Τομπόλης γεννήθηκε στη Λύση και ήταν γιος του επίσης ιεροψάλτη Κωνσταντίνου Τομπόλη. Έχοντας άριστη μουσική κατάρτιση διορίστηκε μετέπειτα δεξιός ψάλτης στον Ι. Ν. Παναγίας της Φανερωμένης στη Λευκωσία και υπήρξε δάσκαλος πολλών νέων στη βυζαντινή μουσική.

Από το αναλόγιο της Ι.Μ. Αγ. Γεωργίου Κοντού πέρασε επίσης ο Γιάννης Παναγή Κουδέλλας ως προσωρινός ψάλτης μέχρι το τέλος του 1942. Ο Κουδέλλας διακρίθηκε αργότερα ως ιεροψάλτης στον Μητροπολιτικό Ναό Σωτήρος, εργαζόμενος παράλληλα και ως γραμματέας στη Μητρόπολη Κιτίου. Στο μουσικό προσωπικό της μονής καταγράφεται ακόμη ο Μιχαήλ Πετρίδης, με τη σημείωση πως απολύθηκε το 1924, ο αριστερός ψάλτης Ν.Π. Μιχαηλίδης που αποχώρησε οικειοθελώς το 1924, ο αριστερός ψάλτης Μιχαήλ Ξενή, που διορίστηκε το 1924 και απεβίωσε το 1955, ο δεξιός ψάλτης Κώστας Κουσιάππας, που ανέλαβε θέση ιεροψάλτη στις 5/10/1924, ο Σώζος Φασουλιώτης, που διορίστηκε το 1933 και ο Αντρέας Σάββα Σκάλιωντας από το 1938. Επίσης ο φιλόμουσος δημοδιδάσκαλος της Λάρνακας Ιωάννης Γεωργιάδης, δίπλα στο όνομα του οποίου είναι καταχωρημένη η χρονιά 1956, ως χρονιά πρόσληψής του. Ο Ι. Γεωργιάδης δραστηριοποιήθηκε και στον τομέα της διδασκαλίας των εγκωμίων για τον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής. Επί σειρά ετών, όταν πλησίαζε το Πάσχα, προετοίμαζε ομαδικά νέους, νεανίδες, άντρες και γυναίκες στο συνοδικό της μονής για να ψέλνουν τα Εγκώμια. Μετέπειτα η προετοιμασία της χορωδίας πέρασε στα κατηχητικά που λειτουργούσαν κάτω από την ευθύνη της μονής, δίνοντας έτσι την ευκαιρία συμμετοχής και σε μαθητές/μαθήτριες δημοτικών και γυμνασίων. Τη διδασκαλία των εγκωμίων ανέλαβαν τότε οι κατηχητές/κατηχήτριες, δάσκαλοι, δάσκαλοι μουσικής κ.ά.

Η μουσική ωστόσο δραστηριότητα των ανθρώπων που συνέδεσαν το όνομά τους με τη μονή δεν περιορίζεται αποκλειστικά στους εντός της μονής χώρους. Αξίζει να σημειωθεί πως ο εκ Φασούλας της Λεμεσού π. Παναγιώτης Μιχαήλ, ιερέας στην Ι.Μ. Αγ. Γεωργίου Κοντού από το 1946, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’50 μετέβαινε σε χωριά της επαρχίας Λάρνακας, όπως το Καλό Χωριό και την Αγία Άννα, και δίδασκε κατ’ οίκον την ψαλτική τέχνη σε νέους των κοινοτήτων αυτών.

Εν κατακλείδι σημειώνουμε πως τη μουσική παράδοση συνέχισαν κατά τα πρόσφατα χρόνια διάφοροι άλλοι ιεροψάλτες που υπηρέτησαν και που υπηρετούν με αγάπη και με αφοσίωση το λειτούργημά τους στην Ι. Μ. Αγ. Γεωργίου Κοντού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.Κωνσταντίνου, Δέσποινας: Η συγκρότηση και η ανάπτυξη της μουσικής ζωής στη Λάρνακα μέχρι το ’70, μια επισκόπηση, Λάρνακα, 2003
2.Μιχαηλίδου, Αγνής Μ.: Λάρνακα, η παλιά Σκάλα, Λευκωσία, 1974
3.Πατσίδη, Χαράλαμπου: Μικρά συμβολή στην ιστορία της Ιεράς Μονής του Αγίου Γεωργίου του Κοντού Λάρνακος, Λάρνακα, 1980
4.Τζούβα - Παΐκκου, Μαρούλας: Παλιά μου πόλη Λάρνακα, τ’ Αϊ –Γιαννιού γωνιά, αναμνήσεις από τα παλιά, Λευκωσία, 1997
5.Προσωπικές πληροφορίες από τον ιεροψάλτη κ. Μιχαλάκη Παπαπαναγιώτου